- ζαφαράς
- ζαφαράς, -άδος, ἡ (Μ)το φυτό κρόκος και η χρωστική ουσία που προέρχεται απ' αυτό, η ζαφορά*.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαφορά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαφορά — Ουσία που εξάγεται από τα στίγματα των λουλουδιών του κρόκου του εδώδιμου. Λέγεται και σαφράνα ή σαφαράνα. Βλ. λ. κρόκος. * * * και σαφορά, η (Μ ζαφορά και ζαφαράς) 1. το φυτό «κρόκος ο καρτραϊκός» και η χρωστική ουσία που προέρχεται από αυτό 2.… … Dictionary of Greek